Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΜΝΜ

Κάποιες φορές το κύμα το αλμυρό φέρνει στη βραχονησίδα μας επιστολές κρυμμένες σε μπουκάλια πεταμένες στο πέλαγος. Η μέρα η ξεχωριστή είναι εκείνη που θα ανοίξουμε ένα μπουκάλι που το χαρτί του θα μυρίζει σαν ένα παιδικό μας τετράδιο γραμμένο με το μολύβι ή, ίσως σαν εκείνο της καλλιγραφίας χαραγμένο με την πένα. Το μελάνι ξεχειλίζει εδώ κι εκεί και το γράμμα είναι σπαραχτικό κι απελπισμένο. Η μέρα όμως είναι ξεχωριστή γιατί έχουμε μια φορά κι εμείς την ευκαιρία να γράψουμε αυτά που υποσχεθήκαμε ότι θα βρούμε μεγαλώνοντας, αλλά το ξεχάσαμε με τον καιρό. Θα δοκιμάσουμε να διατυπώσουμε τις απαντήσεις και θα ανακαλύψουμε σύντομα ότι, ενώ είμαστε οι καταλληλότεροι για αυτό και οι σωστοί παραλήπτες του μηνύματος, το μόνο που μπορούμε να γράψουμε, είναι να ξαναγράψουμε την ιστορία μας απ’την αρχή με τα ίδια σχεδόν λόγια.

2 Γενάρη ’10, μόνη μου, βράδυ
Τα κοτσύφια επιμένουν να φωνάζουν από το δέντρο απέναντι. Με μαλώνουν για κάτι που δεν ξέρω αλλά υποψιάζομαι κι αυτό είναι το χειρότερο. Πνίγομαι στις ενοχές για κάτι που διέπραξα ίσως και προτού γεννηθώ. Βυθίζομαι στο γνωστό υλικό σαν τότε που, νύχτα, βούλιαξα σε σωρούς από σάπια φύκια δίπλα σε μια θάλασσα κι έχασα την ισορροπία μου. Ήταν τρομερό γιατί μόλις ετοιμαζόμουν να μιλήσω στο Γιώργο για την αγάπη μου. Από τότε, στα δεκάξι μου, αυτή η καταβύθιση απέκτησε το αναφορικό της σώμα…...................................................

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ… ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. ΠΑΝΤΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΧΕΤΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.
20:54 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ’10

Η Διαλεχτή μετράει το δωμάτιο προσεκτικά με τα πέλματά της, τοίχο-τοίχο. Με τα δάχτυλα αγγίζει τα αντικείμενα. Ξαπλώνει στο κρεββάτι, ένα κουβάρι, στριφογυρίζοντας το σώμα της σ’όλο το μάκρος και το πλάτος του. Ύστερα μένει ακίνητη. Μέσα της μικραίνει, μικραίνει… είναι ένα μωρό σ’ένα τεράστιο κρεββάτι, όχι, είναι ένα μικρό σαλιγκάρι γυμνό χωρίς κέλυφος στο σκαλοπάτι. Το πατάς κατά λάθος και δεν ακούγεται ούτε το κρακ.
Σηκώθηκε ψαχτά. Έσκυψε στο γραφείο και ψηλάφισε όλα τα βιβλία, τα χαρτιά και τα μολύβια ένα-ένα. Το κινητό της.

ΝΙΩΘΩ ΤΟΣΟ ΜΟΝΗ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΑΣ. ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΝΩ ΣΦΙΧΤΑ-ΣΦΙΧΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ ΤΙ ΗΤΑΝ; ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΘΟΛΟΥΡΑ
13:48 16 ΜΑΡΤΙΟΥ ’08

Έφτασε στο παράθυρο. Το άνοιξε κι ένιωσε το ανοιξιάτικο αεράκι να της φουσκώνει το στήθος. Ένα πουλί στα σκοτάδια. Όταν δένει τα μάτια της με τις μαύρες κορδέλες παύει να ακούει τις κραυγές. Μπαίνει εκεί όπου υπάρχει μια επιφυλακτική σιωπή στην αρχή και ύστερα φωνούλες ανοίγουν σιγά-σιγά και της απευθύνονται προσωπικά. Συλλαβές διστακτικές σχηματίζονται από το χέρι της καθώς αγγίζει για παράδειγμα το λαιμό της, από το θρόισμα του φύλλου της ακακίας απέναντι καθώς κυλάει ένα χνούδι από πάνω του, από το φτερό του τρυγονιού που ξυπνάει μες τη νύχτα και ξαναδιπλώνει.

ΧΤΕΣ ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ ΠΑΛΙ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ. ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΩΣ ΗΤΑΝ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΩΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ ΜΕ ΒΡΙΣΙΕΣ ΥΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗ. ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΔΟΝΟΥΝ. ΓΚΡΕΜΙΖΟΜΑΙ.
ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ ΟΜΩΣ. ΑΝΤΕΧΩ. Η ΠΡΟΒΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ; ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΩ ΠΩΣ ΕΡΧΟΜΑΙ ΓΙΑ ΜΑΘΗΜΑ. ΑΧ… ΜΙΑ ΞΑΦΝΙΚΗ ΧΑΡΟΥΛΑ …
17:54 20 ΜΑΡΤΙΟΥ ’08

Αχ… επιτέλους. Λίγο-λίγο το βάρος της μπαίνει στο κουτί με τα παπούτσια και νά’τη που αναλήφθηκε με τα γυμνά της πέλματα και τις κορδέλες στα μάτια και φεύγει έξω από το παράθυρο στα παράξενα φυλλώματα της νύχτας. Η ζεστή της ανάσα αναστατώνει προς στιγμήν τα κουρνιασμένα πουλιά.

-Διαλεχτή… άνοιξε αμέσως και πες μου τι διάολο κάνεις πάλι κλεισμένη εκεί μέσα. Άνοιξε την πόρτα με το καλό… μη με αναγκάσεις να τη σπάσω. Ενα… δύο… γιατί δε μιλάς ρε γαμώτο;

ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΡΩΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΓΛΥΚΑ-ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ- ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΗΓΑΙΝΩ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ. Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ Η ΚΑΚΟ. ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ, ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟ. ΠΟΙΟ; ΠΝΙΓΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΕΝΟΧΕΣ. ΓΙΑΤΙ; ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ ΚΟΛΛΗΤΑ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΜΟΥ. Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ ΠΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΕΨΑΞΕ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΚΙ ΟΛΟ ΝΙΩΘΩ ΤΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ’ΡΘΕΙ.
2:28 26 ΙΟΥΛΙΟΥ ’08

Ένας άντρας πίσω από τα φύλλα σα να της έχει γυρισμένη την πλάτη. Σφυρίζει ανέμελα κι αυτή παίρνει κι άλλο ύψος. Πετά πίσω του, θέλει να αγγίξει το πρόσωπό του. Εκείνος το στρέφει πότε εδώ, πότε εκεί. Το παιχνίδι τους είναι αυτή να τον ψάχνει κι αυτός να της ξεφεύγει. Ακολουθεί το χαρούμενο σφύριγμά του, μυρίζει τον καπνό του, τα βήματά του… τίποτα… Της ξέφυγε πάλι. Φτερουγίζει απελπισμένη. Χάθηκε.

ΧΤΕΣ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ‘ΞΕΔΩΣΩ’ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΗΚΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΟ ΠΟΥΛΙ. ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ-ΕΧΩ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΗ. ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ ΣΤΙΣ 5 ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΟΛΟ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΛΕΩ ΝΑ ΤΟ ΣΚΑΣΩ .
17:13 25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ’08

-Διαλεχτή όταν θα μπω μέσα –και θα μπω-, θα σε σπάσω στο ξύλο. Θα δεις που μας κοιτάς αφ’υψηλού. Θα δεις που αρρώστησες πάλι τη μάνα σου. Μαλακισμένο, βρωμοθήλυκο… θα δεις. Γιατί δεν απαντάς; πού κρύφτηκες; έφυγε η αλήτισσα… δε θα γυρίσει σπίτι; θα γυρίσει…

ΠΗΓΑ ΣΙΝΕΜΑ. ΕΙΧΕ ΑΣΤΕΡΙΞ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΑΣ. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΠΑΤΕ ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΑ, ΤΑ ΕΝΙΩΣΑ. ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ. ΓΥΡΙΖΩ ΣΠΙΤΙ. ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ.
23:28 4 ΟΚΤΩΒΡΗ ’08

Ευτυχώς. Ένα ρεύμα νυκτερινό τη στροβίλισε απαλά και η Διαλεχτή μπήκε από το παράθυρο στο άδυτο των δέντρων.
-‘Μεταξωτή μου με τα μαλλάκια σου τα μακριά, νοημένο μου παιδί κοιμήσου ν’ακουμπήσει λίγο η συλλοή σου να ημερώσεις. Έβαλα κι ένα κλωνί βασιλικό στο μαξιλάρι σου για να μυρίζεσαι που είσαι κορίτσι’.
Καμωνόταν την κοιμισμένη ν’ακούσει κι άλλα παινέματα. Τα λόγια έρχονταν από τα πολύ βαθιά και ανέβαιναν από κάτι μικρές φλεβίτσες και την πότιζαν. Ρούφαγε τις λέξεις σαν το γάλα και μεγάλωνε αργά-αργά χορτάτα. Είχε κλείσει τα μάτια της με εμπιστοσύνη. Επιτέλους...

13:15 8 ΝΟΕΜΒΡΗ ’08
20:40 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ’09
00:01 6 ΜΑΡΤΙΟΥ ’09
10:50 3 ΜΑΙΟΥ ’09
3:25 12 ΜΑΙΟΥ ’10
………………………………………………………………………………....
…………………………………………………………………………………
Απογευματάκι του Νοέμβρη ’78 Μεσάνυχτα, 11 Γενάρη ’79
Πρωτομαγιά ’80, δειλινό, μόνη μου ………………………………………………………………………………....
……………………………………………………………………………........

13 Μάη 2010
Δ.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου