Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ

Κρεμόταν στη ντουλάπα που έχασκε άδεια.
Το αεράκι το λίκνιζε σα φύλλο λεύκας.
Ωραία το έστησε.
Ένα άδειο δωμάτιο βρώμικο από τις πατημασιές των μεταφορέων, η μπαλκονόπορτα χωρίς κουρτίνα κι αυτό εκεί.
Ένα νυφικό που κρεμόταν στην άδεια ντουλάπα και πολλαπλασιαζόταν στον καθρέφτη της πόρτας, στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, στους υγρούς οφθαλμούς της.
Ωραία το έστησε.
-Μα δε θα το πάρετε τέτοιο φόρεμα; ακούστηκε η σπιτονοικοκυρά πίσω της. Ξαφνιάστηκε και ντράπηκε. Πότε μπήκε;
-Όχι αφήστε το σας παρακαλώ…σα χαζή...Έφυγε τρέχοντας. Δεν ήταν ότι έκλαιγε. Ένα μικρό ουρλιαχτό έβγαινε σαν αλύχτημα από το στόμα της, μόνο εκείνη το άκουγε. Το ένιωσε να βγαίνει πρώτη φορά όταν ψώνιζε στο σούπερ μάρκετ, στο ράφι με τα ρύζια. Τέτοιος σπαραγμός, συγκλονίστηκε. Από τότε, όταν θα άκουγε λαϊκά στα ταξί που την κουβαλούσαν, στα μαγαζιά και στους δρόμους της πόλης ,εκεί αλυχτούσε.
Θυμόταν στο Παρίσι…
Το είχε σχεδιάσει η ίδια στη μόδα του μεσοπολέμου που της άρεσε πολύ. Το μέσα ένα ολομέταξο σατέν μεσοφόρι λάιμ από τα υφασματάδικα της Μονμάρτρ. Απ’έξω νταντέλα του Καλαί ιβουάρ βαμβακερή πολύ φίνα. Με λίγο παραπάνω ύφασμα έφτιαξε τα γοβάκια στο Λεμήσιο και την κουάφ σε καπελού στη Ρόμβης.
Μια κουκλίτσα.
Μπομπονιέρες από τούλια χρωματιστά, όλα τα χρώματα, αγορασμένα στην Καλαμιώτου από τον Εβραίο με τον αριθμό στο μπράτσο.
Ο γάμος της, ένα παιχνίδι με κούκλες, ήταν το γλυκό τέλος του γνωστού σεναρίου.
Τώρα έγινε η μόνιμη επωδός των σκυλάδικων που την έκαναν να αλυχτά από μέσα της.
Να τα βάλει σε μια σειρά :
Άφησε το νυφικό, το τρυφερό της φόρεμα πίσω στο σπίτι που άδειασαν με μοιρασμένα πράματα, τίμιες δουλειές.
-Γιατί;
-Έτσι, να βασανιστεί λίγο ακόμα.
Περνώντας απ’έξω τόσα χρόνια μετά, να το σκέφτεται να λικνίζεται απ’τον άνεμο σα φύλλο λεύκας. Και να αλυχτάει από μέσα της σα σκύλος.


Δ.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου