Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΤΙ ΚΡΙΜΑ!

Η Αλκμήνη ήταν πάντα σα να έπινε το δωδέκατο καφέ της μέρας - στην πρίζα. Ξέχειλη από ιδέες που σέρβιρε σε κομψά κουτάκια. Έπρεπε να τα ανοίξεις και να της το πεις για να περάσεις.

Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε να χαζέψουν βιβλία και δίσκους στη st.Michel. Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, άκουγες και ελληνικά εδώ κι εκεί. Στο μεγάλο βιβλιοπωλείο την έχασε. Κοίταζε τα βιβλία αχόρταγα. Σημείωνε τίτλους και ξεφύλλιζε κάποια απ’αυτά αφού πρώτα τα μύριζε. Αυτό στα κρυφά. Αγόρασε ένα βιβλιαράκι με γυαλιστερό εξώφυλλο μεταχειρισμένο: le harem et les cousins. Έξω, ενώ την περίμενε, σκεφτόταν: με την Αλκμήνη γνωρίστηκαν μερικούς μήνες πριν, τον Οκτώβρη, σε ένα κοινό μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Μερικοί μήνες όμως ήταν αρκετοί για να δώσουν μια απίστευτη φόρα στη σχέση τους. Η Μέλισσα περηφανευόταν για αυτή την καινούρια φίλη στο Παρίσι και περίμενε με χτυποκάρδι τις συναντήσεις τους. Η Αλκμήνη ήταν πράγματι η εξαίρεση στους Έλληνες φίλους της. Έκανε παρέα σχεδόν μόνο με Γάλλους, θα έμενε εκεί, ποτέ δε θα γυρνούσε στην Αθήνα, έλεγε. Μετά τον καφέ, ρουφούσε υπό την καθοδήγησή της όλους τους πνευματικούς χυμούς της Πόλης του Φωτός: σινεμά, εκθέσεις, θέατρο, κονσέρτα… Ήταν ένα ζωντανό Παρισκόπ και της πρότεινε πάντα τα πιο avant garde θεάματα της πόλης. Τι τυχερή που ήταν… Ξαφνικά βγήκε από πίσω της αναψοκοκκινισμένη η Αλκμήνη. Βιαστικά της έδωσε ένα μεγάλο βιβλίο, ‘για σένα’, της λέει. Ανοίγει, διαβάζει: ……… τη φιλάει αμήχανα. Στον καφέ: ‘το έκλεψα, ήθελα να στο κάνω δώρο’, της ομολόγησε με λαμπερά μάτια. Η Μέλισσα διόρθωσε τη ζώνη της. Γιατί να το κλέψει η Αλκμήνη το βιβλίο; Χρήματα έχει. Είναι κάτι σαν χόμπι; Σα μια σνομπ συνήθεια; (Δεν ήξερε ότι αργότερα θα γινόταν και η ίδια εξπέρ στην κλοπή βιβλίων). ‘Γιατί;’ τη ρώτησε άβολα. ‘Για τίποτα, έτσι, γιατί μοιάζεις με την Αγγελική. Είσαι η Μέλισσα η φίλη μου, αλλά μου θυμίζεις τόσο την αγαπημένη μου στην Ελλάδα’... Ακολούθησαν εξομολογήσεις. Αγαπάει τις γυναίκες και το νιώθει φυσικό. Την κοιτάζει καλά. Αυτή η τοσοδούλα, η τόσο μικρότερη και από την ίδια, που ήταν πιο πολύ μαλλιά παρά σώμα, τι ζητούσε από τα κορίτσια; Φανταζόταν τις μπούκλες της να ξεφεύγουν από μια μεγάλη αντρική αγκαλιά και εκεί να ολοκληρώνεται μια ζωγραφιά, αλλά μάλλον ήταν το δικό της σκίτσο για την Αλκμήνη. Της μιλούσε σοβαρά και η Μέλισσα φαινόταν να την ακούει προσεκτικά, όμως το μυαλό της είχε κολλήσει εκατό λέξεις πιο πάνω: Αγγελική. Ο πανικός την είχε θολώσει. Ειπώθηκαν πολλά που δε θυμάται, χαιρετήθηκαν θερμά και χώρισαν (τόσο νέες…).
Κατηφόριζε και σκόνταφτε στα ίδια και στα ίδια:
-δεν ήθελε που η Αλκμήνη αγαπούσε την Αγγελική
-δεν ήθελε ούτε που θύμιζε εκείνη
-δεν ήθελε σχεδόν το βιβλίο, ούτε που το είχε κλέψει για χάρη της
-φοβόταν μήπως η Αλκμήνη την αγαπούσε
-φοβόταν όμως και μήπως δεν την ήθελε πια απ’εδώ και στο εξής
(στην πραγματικότητα φοβόταν αυτή την άγνωστη περιοχή που οριζόταν από τις άνετες πλευρές της ζωής: ευμάρεια, σπουδές, άπταιστα όλα. Με έναν ερωτισμό χαϊδεμένο χωρίς όρια, χωρίς δυσκολίες. Όχι ο πανερωτισμός του φίλου της του Βαγγέλη απ’τα Τζουμέρκα που σκάλιζε στα βουνά την αγαπημένη του γιατί δε ζούσε αλλιώς, αλλά εκείνη η πνευματική πλαγίωση που χωρά τα πάντα αλλά τα μοιράζεται μόνο με τα μέλη της δικής της λέσχης).

Αναστέναξε ηχηρά, τόσο, που την κοίταξε ένα παιδάκι στο δρόμο με ενδιαφέρον.

Βρέθηκαν με φίλους κανα δυό φορές τις επόμενες μέρες. Σε πάρτι τον επόμενο μήνα. Σε μια διάλεξη για την όπερα ‘Ορφέας στον Αδη’. Η Μέλισσα αμήχανη και ντροπαλή, η Αλκμήνη λυπημένη. Και οι δύο μασκαρεμένες χωρίς τέχνη (τι κρίμα!). Σιγά σιγά έπαψαν να μιλούν και στο τηλέφωνο. Η σχέση τους σκόρπισε στην πόλη και στην εποχή. Μοιράστηκε στους ενδιάμεσους ανθρώπους μεταξύ εκείνου και του δικού της κοσμου και πέταξε μακριά με λόγια μισά και ανούσια. Χάθηκαν.




Πρωτομαγιά 2010
Δ.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου