Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

19/10/2010

Οι παρενθέσεις περιέχονται
στις αγκυλώσεις
Το διάβα δρόμος
τουλάχιστον ενός
απέναντι
το κρύο το νερό

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Η ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ

Πόσο μου έχει λείψει η βουβή επικοινωνία. Εκεί που οι λέξεις είναι άχρηστες και παρασιτικές. Εκεί που μια υγρή ματιά, μια αδιόρατη κίνηση του φρυδιού, ένα ανεπαίσθητο λίκνισμα του κορμιού πυροδοτούν τις αισθήσεις , κόβουν την ανάσα και την αντικαθιστούν με αυτό το μοναδικό νέκταρ των μουσών, της έλξης, της προσμονής, της παρηγόριας. Ένα αέρινο άγγιγμα, δήθεν τυχαίο, σου αποκαλύπτει τον άλλο κόσμο, εκεί που η ψυχή είναι εν οίκω. Πόσο μου έχει λείψει η λατρεμένη μέθεξη, η συνομωσία των εραστών. Εκεί που η ζωή είναι την ίδια στιγμή στο απόγειο της και σε αγαστή συνομιλία με τον θάνατο, αφοπλίζοντας τον από το μεγάλο του όπλο, τον φόβο. Θεέ μου ας το ζήσω αυτό μια φορά ακόμα για να φιλιώσω με τον χαμό. Κι αν το ζήσω, βοήθησέ με να το αντέξω.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΜΝΜ

Κάποιες φορές το κύμα το αλμυρό φέρνει στη βραχονησίδα μας επιστολές κρυμμένες σε μπουκάλια πεταμένες στο πέλαγος. Η μέρα η ξεχωριστή είναι εκείνη που θα ανοίξουμε ένα μπουκάλι που το χαρτί του θα μυρίζει σαν ένα παιδικό μας τετράδιο γραμμένο με το μολύβι ή, ίσως σαν εκείνο της καλλιγραφίας χαραγμένο με την πένα. Το μελάνι ξεχειλίζει εδώ κι εκεί και το γράμμα είναι σπαραχτικό κι απελπισμένο. Η μέρα όμως είναι ξεχωριστή γιατί έχουμε μια φορά κι εμείς την ευκαιρία να γράψουμε αυτά που υποσχεθήκαμε ότι θα βρούμε μεγαλώνοντας, αλλά το ξεχάσαμε με τον καιρό. Θα δοκιμάσουμε να διατυπώσουμε τις απαντήσεις και θα ανακαλύψουμε σύντομα ότι, ενώ είμαστε οι καταλληλότεροι για αυτό και οι σωστοί παραλήπτες του μηνύματος, το μόνο που μπορούμε να γράψουμε, είναι να ξαναγράψουμε την ιστορία μας απ’την αρχή με τα ίδια σχεδόν λόγια.

2 Γενάρη ’10, μόνη μου, βράδυ
Τα κοτσύφια επιμένουν να φωνάζουν από το δέντρο απέναντι. Με μαλώνουν για κάτι που δεν ξέρω αλλά υποψιάζομαι κι αυτό είναι το χειρότερο. Πνίγομαι στις ενοχές για κάτι που διέπραξα ίσως και προτού γεννηθώ. Βυθίζομαι στο γνωστό υλικό σαν τότε που, νύχτα, βούλιαξα σε σωρούς από σάπια φύκια δίπλα σε μια θάλασσα κι έχασα την ισορροπία μου. Ήταν τρομερό γιατί μόλις ετοιμαζόμουν να μιλήσω στο Γιώργο για την αγάπη μου. Από τότε, στα δεκάξι μου, αυτή η καταβύθιση απέκτησε το αναφορικό της σώμα…...................................................

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ… ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. ΠΑΝΤΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΧΕΤΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.
20:54 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ’10

Η Διαλεχτή μετράει το δωμάτιο προσεκτικά με τα πέλματά της, τοίχο-τοίχο. Με τα δάχτυλα αγγίζει τα αντικείμενα. Ξαπλώνει στο κρεββάτι, ένα κουβάρι, στριφογυρίζοντας το σώμα της σ’όλο το μάκρος και το πλάτος του. Ύστερα μένει ακίνητη. Μέσα της μικραίνει, μικραίνει… είναι ένα μωρό σ’ένα τεράστιο κρεββάτι, όχι, είναι ένα μικρό σαλιγκάρι γυμνό χωρίς κέλυφος στο σκαλοπάτι. Το πατάς κατά λάθος και δεν ακούγεται ούτε το κρακ.
Σηκώθηκε ψαχτά. Έσκυψε στο γραφείο και ψηλάφισε όλα τα βιβλία, τα χαρτιά και τα μολύβια ένα-ένα. Το κινητό της.

ΝΙΩΘΩ ΤΟΣΟ ΜΟΝΗ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΑΣ. ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΝΩ ΣΦΙΧΤΑ-ΣΦΙΧΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ ΤΙ ΗΤΑΝ; ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΘΟΛΟΥΡΑ
13:48 16 ΜΑΡΤΙΟΥ ’08

Έφτασε στο παράθυρο. Το άνοιξε κι ένιωσε το ανοιξιάτικο αεράκι να της φουσκώνει το στήθος. Ένα πουλί στα σκοτάδια. Όταν δένει τα μάτια της με τις μαύρες κορδέλες παύει να ακούει τις κραυγές. Μπαίνει εκεί όπου υπάρχει μια επιφυλακτική σιωπή στην αρχή και ύστερα φωνούλες ανοίγουν σιγά-σιγά και της απευθύνονται προσωπικά. Συλλαβές διστακτικές σχηματίζονται από το χέρι της καθώς αγγίζει για παράδειγμα το λαιμό της, από το θρόισμα του φύλλου της ακακίας απέναντι καθώς κυλάει ένα χνούδι από πάνω του, από το φτερό του τρυγονιού που ξυπνάει μες τη νύχτα και ξαναδιπλώνει.

ΧΤΕΣ ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ ΠΑΛΙ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ. ΕΙΧΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΩΣ ΗΤΑΝ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΩΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ ΜΕ ΒΡΙΣΙΕΣ ΥΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗ. ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΔΟΝΟΥΝ. ΓΚΡΕΜΙΖΟΜΑΙ.
ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ ΟΜΩΣ. ΑΝΤΕΧΩ. Η ΠΡΟΒΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ; ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΩ ΠΩΣ ΕΡΧΟΜΑΙ ΓΙΑ ΜΑΘΗΜΑ. ΑΧ… ΜΙΑ ΞΑΦΝΙΚΗ ΧΑΡΟΥΛΑ …
17:54 20 ΜΑΡΤΙΟΥ ’08

Αχ… επιτέλους. Λίγο-λίγο το βάρος της μπαίνει στο κουτί με τα παπούτσια και νά’τη που αναλήφθηκε με τα γυμνά της πέλματα και τις κορδέλες στα μάτια και φεύγει έξω από το παράθυρο στα παράξενα φυλλώματα της νύχτας. Η ζεστή της ανάσα αναστατώνει προς στιγμήν τα κουρνιασμένα πουλιά.

-Διαλεχτή… άνοιξε αμέσως και πες μου τι διάολο κάνεις πάλι κλεισμένη εκεί μέσα. Άνοιξε την πόρτα με το καλό… μη με αναγκάσεις να τη σπάσω. Ενα… δύο… γιατί δε μιλάς ρε γαμώτο;

ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΡΩΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΓΛΥΚΑ-ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ- ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΗΓΑΙΝΩ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ. Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ Η ΚΑΚΟ. ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ, ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟ. ΠΟΙΟ; ΠΝΙΓΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΕΝΟΧΕΣ. ΓΙΑΤΙ; ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ ΚΟΛΛΗΤΑ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΜΟΥ. Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ ΠΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΕΨΑΞΕ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΚΙ ΟΛΟ ΝΙΩΘΩ ΤΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ’ΡΘΕΙ.
2:28 26 ΙΟΥΛΙΟΥ ’08

Ένας άντρας πίσω από τα φύλλα σα να της έχει γυρισμένη την πλάτη. Σφυρίζει ανέμελα κι αυτή παίρνει κι άλλο ύψος. Πετά πίσω του, θέλει να αγγίξει το πρόσωπό του. Εκείνος το στρέφει πότε εδώ, πότε εκεί. Το παιχνίδι τους είναι αυτή να τον ψάχνει κι αυτός να της ξεφεύγει. Ακολουθεί το χαρούμενο σφύριγμά του, μυρίζει τον καπνό του, τα βήματά του… τίποτα… Της ξέφυγε πάλι. Φτερουγίζει απελπισμένη. Χάθηκε.

ΧΤΕΣ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ‘ΞΕΔΩΣΩ’ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΗΚΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΟ ΠΟΥΛΙ. ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ-ΕΧΩ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΗ. ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ ΣΤΙΣ 5 ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΟΛΟ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΛΕΩ ΝΑ ΤΟ ΣΚΑΣΩ .
17:13 25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ’08

-Διαλεχτή όταν θα μπω μέσα –και θα μπω-, θα σε σπάσω στο ξύλο. Θα δεις που μας κοιτάς αφ’υψηλού. Θα δεις που αρρώστησες πάλι τη μάνα σου. Μαλακισμένο, βρωμοθήλυκο… θα δεις. Γιατί δεν απαντάς; πού κρύφτηκες; έφυγε η αλήτισσα… δε θα γυρίσει σπίτι; θα γυρίσει…

ΠΗΓΑ ΣΙΝΕΜΑ. ΕΙΧΕ ΑΣΤΕΡΙΞ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΑΣ. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΠΑΤΕ ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΑ, ΤΑ ΕΝΙΩΣΑ. ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ. ΓΥΡΙΖΩ ΣΠΙΤΙ. ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ.
23:28 4 ΟΚΤΩΒΡΗ ’08

Ευτυχώς. Ένα ρεύμα νυκτερινό τη στροβίλισε απαλά και η Διαλεχτή μπήκε από το παράθυρο στο άδυτο των δέντρων.
-‘Μεταξωτή μου με τα μαλλάκια σου τα μακριά, νοημένο μου παιδί κοιμήσου ν’ακουμπήσει λίγο η συλλοή σου να ημερώσεις. Έβαλα κι ένα κλωνί βασιλικό στο μαξιλάρι σου για να μυρίζεσαι που είσαι κορίτσι’.
Καμωνόταν την κοιμισμένη ν’ακούσει κι άλλα παινέματα. Τα λόγια έρχονταν από τα πολύ βαθιά και ανέβαιναν από κάτι μικρές φλεβίτσες και την πότιζαν. Ρούφαγε τις λέξεις σαν το γάλα και μεγάλωνε αργά-αργά χορτάτα. Είχε κλείσει τα μάτια της με εμπιστοσύνη. Επιτέλους...

13:15 8 ΝΟΕΜΒΡΗ ’08
20:40 11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ’09
00:01 6 ΜΑΡΤΙΟΥ ’09
10:50 3 ΜΑΙΟΥ ’09
3:25 12 ΜΑΙΟΥ ’10
………………………………………………………………………………....
…………………………………………………………………………………
Απογευματάκι του Νοέμβρη ’78 Μεσάνυχτα, 11 Γενάρη ’79
Πρωτομαγιά ’80, δειλινό, μόνη μου ………………………………………………………………………………....
……………………………………………………………………………........

13 Μάη 2010
Δ.Τ.

ΤΙ ΚΡΙΜΑ!

Η Αλκμήνη ήταν πάντα σα να έπινε το δωδέκατο καφέ της μέρας - στην πρίζα. Ξέχειλη από ιδέες που σέρβιρε σε κομψά κουτάκια. Έπρεπε να τα ανοίξεις και να της το πεις για να περάσεις.

Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε να χαζέψουν βιβλία και δίσκους στη st.Michel. Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, άκουγες και ελληνικά εδώ κι εκεί. Στο μεγάλο βιβλιοπωλείο την έχασε. Κοίταζε τα βιβλία αχόρταγα. Σημείωνε τίτλους και ξεφύλλιζε κάποια απ’αυτά αφού πρώτα τα μύριζε. Αυτό στα κρυφά. Αγόρασε ένα βιβλιαράκι με γυαλιστερό εξώφυλλο μεταχειρισμένο: le harem et les cousins. Έξω, ενώ την περίμενε, σκεφτόταν: με την Αλκμήνη γνωρίστηκαν μερικούς μήνες πριν, τον Οκτώβρη, σε ένα κοινό μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Μερικοί μήνες όμως ήταν αρκετοί για να δώσουν μια απίστευτη φόρα στη σχέση τους. Η Μέλισσα περηφανευόταν για αυτή την καινούρια φίλη στο Παρίσι και περίμενε με χτυποκάρδι τις συναντήσεις τους. Η Αλκμήνη ήταν πράγματι η εξαίρεση στους Έλληνες φίλους της. Έκανε παρέα σχεδόν μόνο με Γάλλους, θα έμενε εκεί, ποτέ δε θα γυρνούσε στην Αθήνα, έλεγε. Μετά τον καφέ, ρουφούσε υπό την καθοδήγησή της όλους τους πνευματικούς χυμούς της Πόλης του Φωτός: σινεμά, εκθέσεις, θέατρο, κονσέρτα… Ήταν ένα ζωντανό Παρισκόπ και της πρότεινε πάντα τα πιο avant garde θεάματα της πόλης. Τι τυχερή που ήταν… Ξαφνικά βγήκε από πίσω της αναψοκοκκινισμένη η Αλκμήνη. Βιαστικά της έδωσε ένα μεγάλο βιβλίο, ‘για σένα’, της λέει. Ανοίγει, διαβάζει: ……… τη φιλάει αμήχανα. Στον καφέ: ‘το έκλεψα, ήθελα να στο κάνω δώρο’, της ομολόγησε με λαμπερά μάτια. Η Μέλισσα διόρθωσε τη ζώνη της. Γιατί να το κλέψει η Αλκμήνη το βιβλίο; Χρήματα έχει. Είναι κάτι σαν χόμπι; Σα μια σνομπ συνήθεια; (Δεν ήξερε ότι αργότερα θα γινόταν και η ίδια εξπέρ στην κλοπή βιβλίων). ‘Γιατί;’ τη ρώτησε άβολα. ‘Για τίποτα, έτσι, γιατί μοιάζεις με την Αγγελική. Είσαι η Μέλισσα η φίλη μου, αλλά μου θυμίζεις τόσο την αγαπημένη μου στην Ελλάδα’... Ακολούθησαν εξομολογήσεις. Αγαπάει τις γυναίκες και το νιώθει φυσικό. Την κοιτάζει καλά. Αυτή η τοσοδούλα, η τόσο μικρότερη και από την ίδια, που ήταν πιο πολύ μαλλιά παρά σώμα, τι ζητούσε από τα κορίτσια; Φανταζόταν τις μπούκλες της να ξεφεύγουν από μια μεγάλη αντρική αγκαλιά και εκεί να ολοκληρώνεται μια ζωγραφιά, αλλά μάλλον ήταν το δικό της σκίτσο για την Αλκμήνη. Της μιλούσε σοβαρά και η Μέλισσα φαινόταν να την ακούει προσεκτικά, όμως το μυαλό της είχε κολλήσει εκατό λέξεις πιο πάνω: Αγγελική. Ο πανικός την είχε θολώσει. Ειπώθηκαν πολλά που δε θυμάται, χαιρετήθηκαν θερμά και χώρισαν (τόσο νέες…).
Κατηφόριζε και σκόνταφτε στα ίδια και στα ίδια:
-δεν ήθελε που η Αλκμήνη αγαπούσε την Αγγελική
-δεν ήθελε ούτε που θύμιζε εκείνη
-δεν ήθελε σχεδόν το βιβλίο, ούτε που το είχε κλέψει για χάρη της
-φοβόταν μήπως η Αλκμήνη την αγαπούσε
-φοβόταν όμως και μήπως δεν την ήθελε πια απ’εδώ και στο εξής
(στην πραγματικότητα φοβόταν αυτή την άγνωστη περιοχή που οριζόταν από τις άνετες πλευρές της ζωής: ευμάρεια, σπουδές, άπταιστα όλα. Με έναν ερωτισμό χαϊδεμένο χωρίς όρια, χωρίς δυσκολίες. Όχι ο πανερωτισμός του φίλου της του Βαγγέλη απ’τα Τζουμέρκα που σκάλιζε στα βουνά την αγαπημένη του γιατί δε ζούσε αλλιώς, αλλά εκείνη η πνευματική πλαγίωση που χωρά τα πάντα αλλά τα μοιράζεται μόνο με τα μέλη της δικής της λέσχης).

Αναστέναξε ηχηρά, τόσο, που την κοίταξε ένα παιδάκι στο δρόμο με ενδιαφέρον.

Βρέθηκαν με φίλους κανα δυό φορές τις επόμενες μέρες. Σε πάρτι τον επόμενο μήνα. Σε μια διάλεξη για την όπερα ‘Ορφέας στον Αδη’. Η Μέλισσα αμήχανη και ντροπαλή, η Αλκμήνη λυπημένη. Και οι δύο μασκαρεμένες χωρίς τέχνη (τι κρίμα!). Σιγά σιγά έπαψαν να μιλούν και στο τηλέφωνο. Η σχέση τους σκόρπισε στην πόλη και στην εποχή. Μοιράστηκε στους ενδιάμεσους ανθρώπους μεταξύ εκείνου και του δικού της κοσμου και πέταξε μακριά με λόγια μισά και ανούσια. Χάθηκαν.




Πρωτομαγιά 2010
Δ.Τ.

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ

Κρεμόταν στη ντουλάπα που έχασκε άδεια.
Το αεράκι το λίκνιζε σα φύλλο λεύκας.
Ωραία το έστησε.
Ένα άδειο δωμάτιο βρώμικο από τις πατημασιές των μεταφορέων, η μπαλκονόπορτα χωρίς κουρτίνα κι αυτό εκεί.
Ένα νυφικό που κρεμόταν στην άδεια ντουλάπα και πολλαπλασιαζόταν στον καθρέφτη της πόρτας, στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, στους υγρούς οφθαλμούς της.
Ωραία το έστησε.
-Μα δε θα το πάρετε τέτοιο φόρεμα; ακούστηκε η σπιτονοικοκυρά πίσω της. Ξαφνιάστηκε και ντράπηκε. Πότε μπήκε;
-Όχι αφήστε το σας παρακαλώ…σα χαζή...Έφυγε τρέχοντας. Δεν ήταν ότι έκλαιγε. Ένα μικρό ουρλιαχτό έβγαινε σαν αλύχτημα από το στόμα της, μόνο εκείνη το άκουγε. Το ένιωσε να βγαίνει πρώτη φορά όταν ψώνιζε στο σούπερ μάρκετ, στο ράφι με τα ρύζια. Τέτοιος σπαραγμός, συγκλονίστηκε. Από τότε, όταν θα άκουγε λαϊκά στα ταξί που την κουβαλούσαν, στα μαγαζιά και στους δρόμους της πόλης ,εκεί αλυχτούσε.
Θυμόταν στο Παρίσι…
Το είχε σχεδιάσει η ίδια στη μόδα του μεσοπολέμου που της άρεσε πολύ. Το μέσα ένα ολομέταξο σατέν μεσοφόρι λάιμ από τα υφασματάδικα της Μονμάρτρ. Απ’έξω νταντέλα του Καλαί ιβουάρ βαμβακερή πολύ φίνα. Με λίγο παραπάνω ύφασμα έφτιαξε τα γοβάκια στο Λεμήσιο και την κουάφ σε καπελού στη Ρόμβης.
Μια κουκλίτσα.
Μπομπονιέρες από τούλια χρωματιστά, όλα τα χρώματα, αγορασμένα στην Καλαμιώτου από τον Εβραίο με τον αριθμό στο μπράτσο.
Ο γάμος της, ένα παιχνίδι με κούκλες, ήταν το γλυκό τέλος του γνωστού σεναρίου.
Τώρα έγινε η μόνιμη επωδός των σκυλάδικων που την έκαναν να αλυχτά από μέσα της.
Να τα βάλει σε μια σειρά :
Άφησε το νυφικό, το τρυφερό της φόρεμα πίσω στο σπίτι που άδειασαν με μοιρασμένα πράματα, τίμιες δουλειές.
-Γιατί;
-Έτσι, να βασανιστεί λίγο ακόμα.
Περνώντας απ’έξω τόσα χρόνια μετά, να το σκέφτεται να λικνίζεται απ’τον άνεμο σα φύλλο λεύκας. Και να αλυχτάει από μέσα της σα σκύλος.


Δ.Τ.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

ΜΙΑ ΓΟΥΒΑ

Κάτω από την πατούσα μου είναι μια γούβα,

ανάποδη,

ένα μικρό κενό και πάνω

το πέλμα μου γεφύρι.

Μέσα στο τόξο αυτό,

πάνω σε μια χωμάτινη χορδή

ακροβατεί ολόκληρη η ζωή μου.

Γεμάτο καμπύλες το κορμί μου

κι, όμως, η ψυχή μου χώθηκε εδώ,

σε μια γούβα μικρή

κάτω από την πατούσα.

Περνάνε άνθρωποι από κάτω,

περνάει αέρας.

Κι εκείνο το μικρό ζώο, που έχει πιαστεί

μέσα στο λάκκο αυτό,

με γαργαλάει με τα νύχια του,

μα δε γελάω.

Κι ό,τι, κι αν κάνω, δεν τεντώνει το πέλμα

να πατήσω τη ζωή,

να θαφτεί,

να λιώσει κάτω από το κορμί μου.