Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Η καρέκλα

Στην αρχή δυσκολευόταν να συνηθίσει το χώρο. Περπατούσε διστακτικά, σχεδόν ψηλαφιστά, πολύ κοντά του. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός. Έλαμπαν τα αφημένα κοσμήματα πάνω στο τραπέζι, τα κολλημένα σημειώματα στο ψυγείο, οι ζωγραφιές στους τοίχου. Εκμεταλλεύτηκε την ώρα που εκείνος έβαζε κρασί για να ρουφήξει όση μπορούσε από την ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Ήρθε πίσω της, την τράβηξε μαλακά μακριά από τις φωτογραφίες και την οδήγησε στο μπαλκόνι. Άφησε το κρασί και το ποτήρι πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και άναψε ένα κερί. Εκείνη κάθισε απέναντί του, έβγαλε τα σανδάλια της και δίπλωσε τα πόδια της στα δικά του. Χάρηκε που τον είδε να χαζεύει το ηλιοκαμένο δέρμα. Ύστερα ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί και του φίλησε το μισό.
- Πότε θα γυρίσουν;
- Έχουμε μέρες μπροστά μας.
Κάθισε πίσω στην καρέκλα της και έκλεισε τα μάτια της. Άφησε το σώμα της να ελαφρύνει. Έχουμε μέρες…

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΟΜΟΡΦΗ

Ένα χειμώνα, μάλλον το ’86, ήρθε ένα δέμα από την Αμερική. Αυτό δεν ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά. Άνοιξαν το χαρτόκουτο με προσοχή και της έδειξαν το δώρο της. Ένα ροζ φουστάνι από τούλι, γεμάτο φραμπαλάδες. Της θύμισε τη σαντιγί στις τούρτες και τις αέρινες μπαλαρίνες που τόσο πάντα ζήλευε. Το φόρεσε λαίμαργα κι έμεινε να κοιτάζεται στον καθρέφτη για ώρες, κάνοντας φιγούρες και νάζια.

Για χρόνια μετά το φορούσε κάθε φορά που γυρνούσε από το σχολείο. Δεν ήθελε να φοράει τίποτα άλλο. Περπατούσε μέσα του με υπερηφάνεια, ακόμα κι όταν το ροζ φουστάνι είχε αρχίσει να σκίζεται στις ραφές, γιατί ήταν πια πολύ μικρό για εκείνη.

Το θυμήθηκε καθώς ετοιμαζόταν για το καθιερωμένο τους ραντεβού. Κάθε Σάββατο ετοιμαζόταν από νωρίς. τον ρωτούσε για τα εσώρουχα που ήθελε να φορέσει. Ύστερα ντυνόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη. Σίγουρα δεν της άρεσε ό,τι φορούσε. Έψαχνε εκείνη την αίσθηση που της χάριζε τότε το ροζ φουστάνι. Δοκίμαζε το επόμενο. Μάλλον ούτε το επόμενο θα της άρεσε. Συνήθως έπρεπε να αλλάξει τρεις τέσσερις φορές μέχρι να βρει κάτι να της αρέσει (ή μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι είχε περάσει τόσο πολύ η ώρα, που έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι και να προχωρήσει τις διαδικασίες). Κάθε Σάββατο τα ίδια ρούχα έκαναν τον κύκλο τους από την ντουλάπα, στο σώμα της, ύστερα πέταμα στο κρεβάτι, και κάποια στιγμή (γύρω στην Τετάρτη) ξανά στην ντουλάπα. Φωτογραφία και αποστολή μηνύματος. Μακιγιάζ. Ψέμα στους γονείς. Κλειδιά. Φύγαμε.

Οδηγούσε αφηρημένη προς το μετρό. Πώς είχε μάθει να λέει τόσα ψέματα δεν μπορούσε να απαντήσει. Μάλλον απλά χρειαζόταν. Και σύντομα ανακάλυψε ότι μπορούσε να το κάνει. Ύστερα κουράστηκε. Βάρυνε μέσα της η ανάγκη να κρύβεται. Έγινε δυσβάσταχτη.

Έστριψε στην Πανεπιστημίου. Απότομα είχε βάλει κρύο. Τυλίχτηκε με το κασκόλ της και επιτάχυνε το βήμα της. Να φτάσει πιο γρήγορα. Ψήλωσε λίγο καθώς τον είδε να την παρατηρεί πίσω από το τζάμι του αμαξιού του. Έκανε ένα βήμα σχεδόν χορευτικό, σα να πετούσε για λίγο, χαμογέλασε κι άνοιξε την πόρτα.

- Είσαι πολύ όμορφη, της είπε.